πεδιηρης

πεδιηρης
    πεδιήρης
    πεδι-ήρης
    2
    равнинный, ровный
    

(Θρῄκης κέλευθοι Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πεδιηρης" в других словарях:

  • πεδιήρης — ῆρες, Α (για χώρες) αυτός που έχει άφθονες πεδιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + ήρης (I)*] …   Dictionary of Greek

  • πεδιήρεις — πεδιήρης abounding in plains masc/fem acc pl πεδιήρης abounding in plains masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»